- κωμοπλήξ
- κωμο-πλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ,A revel-smitten, i.e. inebriated, Hdn.Gr.1.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμοπλήξ — κωμοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μέθυσε σε γλέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνο πλήξ, ονειρο πλήξ] … Dictionary of Greek